Συνέντευξη ευρωβουλευτή ΝΔ Γ. Κουμουτσάκου στην εφημ. “ΠΟΛΙΤΗΣ” και τον Μ. Καλαντζή
-Η οικονομική κρίση η οποία επηρεάζει, περισσότερο από όλες τις χώρες της Ε.Ε και της Ευρωζώνης την Ελλάδα, έχει επιπτώσεις στην διπλωματική ισχύ της χώρας σε μία περίοδο κατά την οποία σημαντικά εθνικά θέματα βρίσκονται σε εκκρεμότητα, όπως το Κυπριακό, το Σκοπιανό, οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας κλπ…
Η οικονομία ως θεμελιώδης παράγων ισχύος επηρεάζει καθοριστικά το τελικό άθροισμα εθνικής ισχύος κάθε κράτους. Ειδικά σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης μιας χώρας ο αντίκτυπος στη διεθνή της θέση και στη δυνατότητα επιρροής στον περίγυρό της είναι πολύ σοβαρός. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Πέραν όμως της εξασθένισης της οικονομίας η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας υφίσταται την επίδραση ακόμα μιας σοβαρής εξέλιξης: της αποδυνάμωσης της Ευρώπης ως διεθνούς παίκτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σήμερα αυτή που ήταν. Διέρχεται μια πολύπλευρη σοβαρή κρίση. Η περιβόητη “ήπια ισχύς” της Ευρώπης περνάει δύσκολες ώρες. Αυτό επιδρά ανάλογα και στη διεθνή θέση της Ελλάδας. Μην ξεχνάτε ότι επί τριάντα και πλέον χρόνια η συμμετοχή ως πλήρους μέλους στην Ε.Ε αποτελεί κυριολεκτικά τη σπονδυλική στήλη, τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
-Εκτιμάτε ότι έχει αποδυναμωθεί η Ε.Ε, ή η θέση της Ελλάδας σε αυτήν;
Έχουν συμβεί και τα δύο. Και η θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρώπη υφίσταται τις συνέπειες της δυσμενέστατης οικονομικής κατάστασης που αντιμετωπίζει και η Ε.Ε περνάει σοβαρή κρίση, οικονομική, πολιτική και κρίση οράματος. Επομένως υπό τις παρούσες συνθήκες η ευρωπαϊκή συμμετοχή δεν δίνει στην Ελλάδα τον ίδιο πολλαπλασιαστή ισχύος με αυτόν που της έδινε τα προηγούμενα χρόνια. Εντούτοις, και θέλω να το τονίσω αυτό για να μην υπάρξει οποιαδήποτε παρανόηση, η ευρωπαϊκή επιλογή παραμένει η μόνη ρεαλιστική στρατηγική επιλογή και κατεύθυνση για τη χώρα.
-Σαφές. Δεν παύει όμως δύο βασικοί πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής, οικονομία και ευρωπαϊκή πορεία, να έχουν υποστεί σημαντική φθορά..
Πράγματι. Και ενώ συμβαίνει αυτό, οι στρατηγικοί στόχοι της εξωτερικής μας πολιτικής μένουν σταθεροί και αμετάβλητοι. Ασφάλεια, σταθερότητα, ειρήνη, διασφάλιση και προώθηση εθνικών επιλογών και προτεραιοτήτων.
-Συνεπώς, με δύο πυλώνες εξασθενημένους πως εξυπηρετούνται οι ίδιοι στρατηγικοί στόχοι της εξωτερικής πολιτικής;
Ορθώς το θέτετε. Επιγραμματικά θα σας έλεγα ότι η Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί ταυτόχρονα τέσσερα μέτωπα. Τη σοβαρή λόγω κρίσης, εξασθένιση της οικονομίας της. Την ταραγμένη και με αβεβαιότητες πορεία της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα γνωστά σοβαρά ανοικτά ζητήματα του πυρήνα της εξωτερικής της πολιτικής , Τουρκία, κυπριακό, σκοπιανό. Και βέβαια την έντονη ρευστότητα στην άμεσα γειτονική της περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου σε συνδυασμό με την αύξηση της ισχύος της Τουρκίας.
Πώς θα μπορέσει η Ελλάδα να διαχειριστεί με λιγότερες δυνατότητες παλαιά προβλήματα και νέες προκλήσεις σε ένα εξαιρετικά ρευστό ευρωπαϊκό και περιφερειακό περιβάλλον; Η αναντιστοιχία μέσων και στόχων είναι η κύρια πρόκληση που αντιμετωπίζει η εξωτερική της πολιτική στην εποχή της κρίσης και της μετάβασης.
-Υπάρχουν οι δυνατότητες να καλυφθεί αυτό το κενό; Και με τι μέσα;
Είναι βέβαιο ότι η εξωτερική μας πολιτική δεν μπορεί να παραμείνει ίδια και απαράλλακτη με εκείνην που ασκούσαμε έως τώρα. Προσαρμογές και βελτιώσεις είναι επιβεβλημένες. Προσοχή όμως. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι μια πολιτική αδρανής, ασθενής ή αλλοίμονο υποχωρητική. Σημαίνει αντίθετα ότι θα πρέπει να καλύψει τις αρνητικές επιδράσεις της κρίσης με νέες ιδέες και όπου είναι απαραίτητο, με νέους σχεδιασμούς και πρωτοβουλίες.
Με αναζήτηση και αξιοποίηση νέων ευκαιριών και δυνατοτήτων. Υπάρχουν ορισμένες εξελίξεις που δείχνουν ότι υπάρχουν κάποιες νέες δυνατότητες να καλύψουμε εν μέρει το κενό και να γεφυρώσουμε, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, την αναντιστοιχία μέσων και στόχων.
Το κρίσιμο ζητούμενο είναι πως, μέσα στην κρίση, θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε, μια ανανεωμένη εξωτερική πολιτική. Πιο σύγχρονη και αποτελεσματική στην προάσπιση και προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων. Αυτό δεν αφορά μόνον στην ουσία της πολιτικής αυτής καθαυτής. Αφορά και στους μηχανισμούς παραγωγής και εφαρμογής της.
-Δυσκολεύομαι να διαβλέψω αυτές τις εξελίξεις που μπορούν να δώσουν μία τέτοια δυναμική.
Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να εντάξει κανείς τη διεύρυνση και εμβάθυνση των σχέσεων της Ελλάδας με το Ισραήλ. Επίσης, στη στρατηγική αναζήτηση νέων δυνατοτήτων, πρέπει να εξεταστεί ποιά μπορεί να είναι η θέση και ρόλος της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου και συνεπώς της Ευρώπης. Υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις εκεί. Ειδικά στη Λευκωσία το γνωρίζετε καλά αυτό. Η προσεκτική και με κατάλληλη προεργασία αξιοποίησή τους, μπορεί να δώσει στην Ελλάδα και στην Κύπρο νέα γεωστρατηγική, γεωπολιτική και γεωοικονομική αξία και βαρύτητα.
-Η αξιοποίηση όμως αυτών των δυνατοτήτων, ακόμα και υπό τις καλύτερες περιστάσεις, τοποθετείται σε έναν μακρύ χρονικό ορίζοντα.
Σαφώς και χρειάζεται χρόνος. Ο ορίζοντας είναι μεσο-μακροπρόθεσμος. Όμως νέες δυνατότητες και προοπτικές αναδύονται δυναμικά. Πρόκειται για μια νέα περιοχή διπλωματικής δράσης που δεν μπορείς να παραβλέψεις. Οφείλεις να μελετήσεις, να σχεδιάσεις, να αξιοποιήσεις.
-Όντως είναι μια παράμετρος η οποία δεν υπήρχε ή δεν είχε ληφθεί υπόψη στους σχεδιασμούς του παρελθόντος. Και οι σχέσεις με το Ισραήλ ;
Έχουμε πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ από τις αρχές της δεκαετίας του 90. Οι σχέσεις αυτές ωρίμασαν, διευρύνονται και εμβαθύνονται. Πρόκειται για ένα νέο πεδίο δράσης στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, που έρχεται να συμβάλει στην σμίκρυνση της αναντιστοιχίας μέσων και στόχων για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως.
-Είναι σίγουρο ότι διαμορφώνει νέες ισορροπίες. Φοβάστε ότι θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στις παραδοσιακά καλές σχέσεις της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο ;
Όπως συμβαίνει στη ζωή, έτσι και στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχουν σοβαρές αποφάσεις και επιλογές μηδενικού κόστους. Καλούμαστε λοιπόν, το όποιο κόστος που ενδεχομένως να εμπεριέχει αυτή η ορθή, κατά την άποψη μου, επιλογή να το μειώσουμε στο ελάχιστο. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι η σύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ δεν ακολουθεί κατ΄ουδένα τρόπο την ανεδαφική και πολωτική λογική των “αξώνων” και των “πολιτιστικών συμμαχιών”.
Οφείλουμε να διατηρήσουμε τις σχέσεις μας με τον αραβικό κόσμο σε πολύ καλό επίπεδο. Άλλωστε η υποστήριξη μιας δίκαιης, αμοιβαία αποδεκτής λύσης του παλαιστινιακού προβλήματος, με τη δημιουργία διεθνώς αναγνωρισμένου παλαιστινιακού κράτους στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης, αποτελεί συστατικό στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Πάντως η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια δύσκολη εξίσωση αφού ταυτόχρονα και ο αραβικός κόσμος βρίσκεται σε ρευστότητα και μετάλλαξη. Η ήδη πολύπλοκη μεσανατολική εξίσωση έχει σήμερα ακόμα περισσότερους άγνωστους Χ. και οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά δυσχερείς.
-Φαντάζομαι σε αυτή την εξίσωση δεν θα πρέπει να απουσιάζει η παράμετρος της Τουρκίας η οποία επιδιώκει να καταστεί ηγέτιδα δύναμη της περιοχή προσεταιριζόμενη τον αραβικό κόσμο.
Από τα “παραδοσιακά” θέματα προτεραιότητας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής το σοβαρότερο είναι οι σχέσεις με την Τουρκία. Οι σχέσεις αυτές συνδέονται άλλωστε με το Κυπριακό και έχουν μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή ασφάλειας για την Ελλάδα αλλά και για την ευρύτερη περιοχή. Παρά τις ουσιαστικές προσπάθειες εξομάλυνσης και προσέγγισης που έχουν γίνει και παρά την ευρωπαϊκή διάσταση που έχουν αποκτήσει τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια, οι σχέσεις αυτές παραμένουν δύσκολες.
Η στάση της Τουρκίας στο Αιγαίο δεν βοηθάει καθόλου Οι τριβές διατηρούνται και η ένταση μπορεί εύκολα να προκληθεί. Ειδικά αυτήν την περίοδο που η Τουρκία ζει σε μια “μέθη ισχύος” και η ευρωπαϊκή της προοπτική εμφανίζει σοβαρά συμπτώματα κόπωσης, η επιθυμητή πλήρης εξομάλυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων παραμένει ζητούμενο.
Επιπλέον, η ανακάλυψη και έναρξη εκμετάλλευσης σοβαρών ενεργειακών κοιτασμάτων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και η προοπτική ανάλογων εξελίξεων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και κατ’ επέκταση στην ελληνική Οικονομική Αποκλειστική Ζώνη είναι ένας πρόσθετος παράγοντας αβεβαιότητας στην πορεία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων εξαιτίας των νομικά αθεμελίωτων τουρκικών θέσεων και απαράδεκτων αντιδράσεων.
-Μήπως όμως λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης, οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής περνούν σε δεύτερη μοίρα και δεν αποτελούν πλέον προτεραιότητα; Μήπως εκ των πραγμάτων χαμηλώνει ο πήχης των επιδιώξεων της εξωτερικής πολιτικής;
Όχι. Σε καμία περίπτωση. Αδυνατώ να παρακολουθήσω αυτήν τη λογική. Δεν υπάρχει δυνατότητα ελαστικής αντιμετώπισης αυτών των θεμάτων. Η Ελλάδα λόγω των προκλήσεων που αντιμετωπίζει δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε έκπτωση εθνικών στόχων. Οι προσπάθειες στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική πρέπει να γίνονται παράλληλα και με την ίδια σοβαρότητα.
-Ακόμα και αν οι δύο παράμετροι που θέσατε, στον τομέα της ενέργειας και των σχέσεων με το Ισραήλ, λειτουργούσαν ικανοποιητικά, είναι αρκετοί για να καλύψουν το κενό;
Μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν περισσότερο οι σχέσεις με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία. Αυτό, προφανώς, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την σταθερή επιλογή της Ελλάδας να ανήκει στην Ευρώπη και σε αυτό που ακόμα αποκαλούμε Δύση. Μπορεί, όμως, να εμπλουτίσει τις δυνατότητες που έχει η χώρα και να την ενισχύσει. Οφείλουμε λοιπόν να διερευνήσουμε τις δυνατότητες αυτών των σχέσεων. Να δούμε μέχρι που και σε ποια πεδία μπορούν να αναπτυχθούν και μετά να προχωρήσουμε.
-Ακόμα όμως και η παραγωγή εξωτερικής πολιτικής απαιτεί χρήματα. Αυτή η δυνατότητα χρηματοδότησης είναι σαφώς περιορισμένη για την Ελλάδα.
Το υπαινίχθηκα ήδη. Η μεγάλη περιστολή των δημοσίων δαπανών δεν θα είναι μια περιστασιακή αναγκαιότητα για την Ελλάδα, αλλά σταθερό δεδομένο για τα προσεχή δέκα – είκοσι χρόνια.
Το Υπουργείο Εξωτερικών δεν μπορεί να εξαιρεθεί. Το ζήτημα δεν είναι το «εάν» αλλά το «πώς» θα προσαρμοστεί αυτό το κυρίως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, στα νέα δυσμενή δεδομένα. Όχι πάντως με την αφελή και απολύτως αντιπαραγωγική λογική των οριζόντιων περικοπών. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια «χαμηλού κόστους-αυξημένης απόδοσης» – “low cost– high impact” – διπλωματική υπηρεσία και κατ’ επέκταση διπλωματία.
-Αυτή και αν είναι δύσκολη εξίσωση…
Μπορεί να επιλυθεί όμως. Για παράδειγμα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και έμφαση στην οικονομική και τη δημόσια διπλωματία. Σήμερα η οικονομία αποτελεί και αυτή, «υψηλή πολιτική» και όχι το «παραπαίδι» της κλασικής-παραδοσιακής διπλωματίας. Η οικονομική διπλωματία θα πρέπει να γίνει βασικό πεδίο ενδιαφέροντος και διπλωματικής δράσης στο εξωτερικό.
Η δημόσια διπλωματία είναι στην εποχή μας πολύτιμο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότερες χώρες επιδιώκουν την ανάπτυξη της λεγόμενης «ήπιας ή ευφυούς ισχύος».Η εικόνα της χώρας έχει πληγεί και σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο. Χρειαζόμαστε λοιπόν επειγόντως αποτελεσματική «δημόσια διπλωματία», δηλαδή συντονισμένη πολιτική βελτίωσης και προβολής της διεθνούς μας εικόνας.
Κύριε Καλατζή, στην εποχή μας η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να περιορίζεται πλέον στα παραδοσιακά διπλωματικά ζητήματα και εργαλεία. Απαιτεί σφαιρική προσέγγιση και τον καλύτερο δυνατό συντονισμό.
-Ωστόσο οι θεσμοί που λειτουργούν μπορούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα;
Στο σημερινό πολυσύνθετο, αλληλεξαρτώμενο και ευμετάβλητο διεθνές, ευρωπαϊκό και περιφερειακό περιβάλλον το Υπουργείο Εξωτερικών δεν θα πρέπει να είναι ο μόνος μηχανισμός παραγωγής εξωτερικής πολιτικής.
Απαιτείται συνολική θεώρηση και, κυρίως, σφαιρικός εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός. Χρειάζεται επομένως να προστεθεί ένας νέος θεσμός.
Η Ελλάδα θα πρέπει να αποκτήσει Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας απ’ ευθείας υπαγόμενο στον Πρωθυπουργό, με γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυξημένου κύρους. Είναι μεταρρύθμιση χαμηλού κόστους αλλά αυξημένης απόδοσης.
-Ναι, μα υπάρχει το ΚΥΣΕΑ…
Μέχρι τώρα αυτό το όργανο δεν έχει αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση παραγωγής πολιτικής. Στις παρούσες συνθήκες, οι οποίες είναι πρωτόγνωρες δεν μπορούμε να διαχειριζόμαστε τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας με τον ίδιο τρόπο που τα διαχειριζόμασταν ως τώρα.
Η χώρα, όπως όλα δείχνουν, τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, θα βρίσκεται σε μια δύσκολη περίοδο της ιστορικής της πορείας και για αυτό η εξωτερική μας πολιτική θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της, νέα δεδομένα, προκλήσεις και εξελίξεις. Σε αυτό το μεταβαλλόμενο και ρευστό περιβάλλον χρειαζόμαστε ένα “μπουσούλα” μια πυξίδα. Με λίγα λόγια χρειαζόμαστε ένα καλά επεξεργασμένο δόγμα εξωτερικής πολιτικής.
-Θα πρέπει να σημειώσω ότι η Ελλάδα δεν έχει μια τέτοια πολιτική κουλτούρα και δη στην εξωτερική πολιτική.
Η ανάγκη θα την διαμορφώσει. Αν δημιουργηθούν τέτοιοι θεσμοί θα είναι υποβοηθητικοί στο να διαμορφωθεί και μια τέτοια κουλτούρα. Δίνω μεγάλη βαρύτητα στην οικοδόμηση ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, στο οποίο θα έχουν κομβικό ρόλο τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας αλλά θα συμμετέχουν και θα συμβάλλουν και άλλοι.
Μπορείς στην εποχή μας να σχεδιάσεις και να εφαρμόσεις εξωτερική πολιτική χωρίς πλήρη εικόνα των οικονομικών, ενεργειακών ακόμα και των πολιτιστικών παραμέτρων; Μήπως τα θέματα εσωτερικής τάξης, όπως η μετανάστευση, η τρομοκρατία, η παράνομη διακίνηση ανθρώπων, όπλων, ναρκωτικών δεν αφορούν την εξωτερική πολιτική;
-Αυτό το Συμβούλιο, θα είναι ένα όργανο που θα απαρτίζεται από «σοφούς» ή θα πρόκειται για ένα αμιγώς πολιτικό όργανο, όπως το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου;
Το φαντάζομαι ως μια ευάριθμη μονάδα υψηλού τεχνοκρατικού επιπέδου που θα αποτελεί μία ειδικού τύπου Γραμματεία παραγωγής πολιτικής.
-Θυμίζει λίγο τις δεξαμενές σκέψης (think-tanks).
Ο όρος «δεξαμενή σκέψης» έχει εκφυλιστεί λίγο. Μιλάω για κάτι πιο “δεμένο”. Επικεντρωμένο σε ρεαλιστικό “policy making” από επαγγελματίες και ειδικούς υψηλού επιπέδου.
-Που πάει η Ευρώπη, κύριε Κουμουτσάκο;
Δυστυχώς οι πραγματικότητες στην Ε.Ε, όπως διαμορφώνονται τον τελευταίο καιρό, είναι αποκαρδιωτικές. Μετακινείται η Ευρώπη σε ένα μοντέλο διακυβέρνησης μακριά από την αρχική της λογική και κατεύθυνση. Έχουμε ουσιαστικά δύο πρωτεύουσες – ή μάλλον μιάμιση – που διαμορφώνουν την ευρωπαϊκή πολιτική.
-Βερολίνο και Παρίσι…
Μάλιστα. Αυτό δεν θα πρέπει να συνεχιστεί, γιατί είναι λάθος. Επιπλέον Έχουμε ένα διευρυνόμενο χάσμα βορρά – νότου. Η λύση είναι να κινηθούμε πιο πολύ με κοινοτική και όχι με διακυβερνητική λογική. Επίσης η Ευρώπη πρέπει να δει άμεσα –χθες αν ήταν δυνατόν- πως θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών της. Αν δεν γίνει αυτό, δεν θα μπορέσει να προχωρήσει. Φοβάμαι ότι όπως πάμε, αργά ή γρήγορα θα παρουσιαστεί σοβαρό ζήτημα νομιμοποίησης και η πραγματική απήχηση και ισχύς της Ενωμένης Ευρώπης θα βαίνει μειούμενη.
-Διαισθάνομαι κάποιου είδους ευρωσκεπτικισμό;
Το τελείως αντίθετο. Η παραδοχή ύπαρξης ενός προβλήματος, η επιθυμία και η βούληση να λυθεί δεν είναι αμφισβήτηση. Ίσα – ίσα είναι αγάπη προς την Ευρώπη. Ο ευρωσκεπτικισμός θέτει άλλα θέματα, όπως π.χ αν χρειαζόμαστε την Ευρώπη ή όχι. Εγώ δεν ξεκινάω από αυτό. Για μένα δεν τίθεται τέτοιο ερώτημα. Εγώ λέω ότι χρειαζόμαστε την Ευρώπη. Ότι χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη και επειδή ακριβώς την χρειαζόμαστε οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε κατά πρόσωπο το πρόβλημα χωρίς να το κρύβουμε και να το ωραιοποιούμε.